- τέσσερα
- Α(απόλ. αριθμτ.) βλ. τέσσερεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τέσσερα — αριθμ. απόλ., άκλ. 1. ο αριθμός 4 που αποτελείται από τέσσερις μονάδες. 2. τέσσερα, το ο αριθμός τέσσερα και το συμβολικό του ψηφίο: Το 4 είναι διπλάσιο του 2. 3. καθετί που έχει αυτόν τον αριθμό: Το δωμάτιο τέσσερα. – Το τέσσερα σπαθί της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τέσσερα — τέσσαρες four neut nom/voc/acc pl (ionic prose) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες … Dictionary of Greek
τέσσερες — τέσσερα, Α ιων. τ. (απόλ. αριθμτ.) βλ. τέσσερεις … Dictionary of Greek
τέσσερις — τέσσερα, Ν (απόλ. αριθμτ.) βλ. τέσσερεις … Dictionary of Greek
τετράπλευρο — Τέσσερα σημεία σε ένα επίπεδο, τοποθετημένα κατά μια ορισμένη τάξη, ώστε ανά 3 να μη βρίσκονται επί της αυτής ευθείας, ορίζουν ένα τ., δηλαδή το γεωμετρικό σχήμα που προέρχεται από τη συνένωση των σημείων αυτών με ευθείες. Στη στοιχειώδη όμως… … Dictionary of Greek
Αλκυονίδες νήσοι — Τέσσερα μικρά νησιά στην Αλκυονίδα θάλασσα, που αποτελεί τμήμα του Κορινθιακού κόλπου. Τα νησιά αυτά είναι ακατοίκητα και αποτελούν συστάδα δύο ζευγαριών νησιών· η μία από αυτές αποτελείται από τα νησιά Δασκαλιό και Ζωοδόχος Πηγή και η άλλη από… … Dictionary of Greek
Τετρανήσια — Τέσσερα μικρά ακατοίκητα νησιά στο Ιόνιο πέλαγος, κοντά στην ακτή της Ηπείρου. Σχηματίζουν με την ακτή όρμο, που λέγεται Τετρατονήσι. Πρόκειται για την Κασσιώπη των αρχαίων Ελλήνων. Η Κασσιώπη αυτή δεν είναι η κερκυραϊκή … Dictionary of Greek
τεσσεράκοντα — τεσσερά̱κοντα , τεσσαράκοντα forty ionic (indeclform numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέττερα — τέσσερα , τέσσαρες four neut nom/voc/acc pl (ionic prose) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)